- καταστάλαγμα
- το [κατασταλάζω]1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα2. η απόσταξη, το στράγγισμα3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστάλαγμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του κατασταλάζω, κατακάθισμα, κατακάθι: Αυτό είναι το καταστάλαγμα του λαδιού. 2. κατάληξη, αποτέλεσμα: Το καταστάλαγμα των ενεργειών του ήταν να πάρει τη θέση που ζητούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστάλαγμα — κ. στάλαμα (Α ἀποστάλαγμα) το απόσταγμα νεοελλ. 1. καταστάλαγμα, καθίζημα, κατακάθι 2. μτφ. συμπέρασμα, επακολούθημα … Dictionary of Greek
καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… … Dictionary of Greek
κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κατασταλαγμός — ο [κατασταλάζω] το καταστάλαγμα* … Dictionary of Greek
κατασταλαξιά — η [κατασταλάζω] καταστάλαγμα* … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
Βέργκελαντ, Χένρικ Άρνολντ — (Henrik Arnold Vergeland, Κρίστιανσαντ 1808 – Χριστιανία [σημερινό Όσλο] 1845). Νορβηγός ποιητής. Σπούδασε θεολογία, αλλά αφιερώθηκε πολύ σύντομα σε μια έντονη και πολυτάραχη πολιτική και λογοτεχνική δραστηριότητα. Άνθρωπος με πλούσια φαντασία… … Dictionary of Greek
Ιουστινιάνειο δίκαιο — Το corpus juris civilis, που αποτελεί το καταστάλαγμα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: α) Εισηγήσεις (iustitutiones), οι οποίες διαιρούνται σε τέσσερα βιβλία, καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και κάθε τίτλος σε … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek